- μακαρίτικος
- -η, -ο [μακαρίτης](ειρωνικά, για πράγματα) αυτός που δεν υπάρχει πια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακαρίτικος — η, ο (ειρων. για πράγματα), αυτός που δεν υπάρχει πια: Συγκινούμαι όταν θυμάμαι το μακαρίτικο πατρικό μου σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)